Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009



Γοτθική Λογοτεχνία:
Ένας Απόρθητος Πύργος ανά τους Αιώνες.



Ο Όρος «Γοτθικός» στη Λογοτεχνία

Αν θελήσει κανείς να κάνει «αυστηρή» χρήση του όρου «γοτθική λογοτεχνία», θα πρέπει να αναφερθεί σε ζοφερά, κλασικά έργα του τέλους του 18ου αιώνα, όπως ο «Καλόγερος» (1796) του Βρετανού Μ. Γκρέγκορυ Λιούις και τα «Μυστήρια του Ουδόλφο» (1795) της επίσης Βρετανίδας Ανν Ράντκλιφ, ζοφερές, ατμοσφαιρικές δημιουργίες, όπου τα επιβλητικά γοτθικά κτίσματα είναι καθρέφτες των σκοτεινών ατραπών της ανθρώπινης ψυχής και των τρομαχτικών, συχνά ακραίων γεγονότων που βιώνουν οι ήρωες (ή που απειλούνται από αυτά), όπως ο βιασμός ή ο βίαιος θάνατος.

Ωστόσο, γοτθικά θεωρούνται και πολλά σκοτεινά έργα της εποχής του ρομαντισμού, του συγγενικού κινήματος που εμβάθυνε κι εμπλούτισε το γοτθικό πνεύμα με νέες αποχρώσεις, δίνοντάς του νέες, πιο σύνθετες διαστάσεις, και παράγοντας αριστουργήματα, όπως το «Φρανκενστάιν» (1821) της Μαίρη Σέλλευ, ίσως το πρώτο έργο επιστημονικής φαντασίας, το «Βρικόλακα» (1821) του Πολιντόρι, που αναδεικνύει τη θεματική του βαμπιρισμού, το «Μέλμοθ, ο Περιπλανώμενος» του εκκεντρικού Τσαρλς Μάτιουριν. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε ανανεώνει με μοναδικό τρόπο τη γοτθική λογοτεχνία την εποχή της παρακμής του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, ακολουθούμενος από το Ναθάνιελ Χώθορν («Το Σπίτι με τα Εφτά Αετώματα»), αλλά και άλλους εκπρόσωπους του αμερικανικού ρομαντισμού.

Στη βικτοριανή εποχή, και παράλληλα με την έκδοση ανάλαφρων φτηνών ιστοριών τρόμου (penny dreadfuls) που πρόσφεραν, ωστόσο, πασίγνωστα έργα, όπως το “Varney, the Vampire” και το “Sweeney Todd”, το γοτθικό στοιχείο γνωρίζει νέα αναβίωση στη λογοτεχνία (Victorian Gothic) με συγγραφείς, όπως οι αδελφές Μπροντέ και κλασικά έργα τρόμου («Καρμίλλα», «Δράκουλας»). Βέβαια πρόκειται περισσότερο για μετα-γοτθικά έργα που μπορεί να διατηρούν το βασικό φόντο και συχνά κάποια στοιχεία του κλασικού γοτθικού κινήματος (το φόβο του υπερφυσικού ή την κλασική φιγούρα του gothic villain), εισάγουν, όμως, ταυτόχρονα τους δικούς τους νεωτερισμούς, εκμοντερνίζοντας σημαντικά το είδος και εδραιώνοντας τη λογοτεχνία τρόμου. Κατά τη βικτοριανή περίοδο, πολλοί συγγραφείς έδωσαν τις δικές τους εκδοχές γοτθικής γραφής, είτε συμβατικές είτε πρωτότυπες. Ο αρχετυπικός Πύργος συχνά αντικαθίσταται από το στοιχειωμένο αρχοντικό και έχουμε την ακμή των ghost stories (Τσαρλς Ντίκενς, Ελίζαμπεθ Γκάσκελ, Τζόζεφ Σέρινταν Λε Φανού).
Γύρω στο 1860-1870, εμφανίζεται και το λεγόμενο sensation novel, που έχει αρκετά κοινά στοιχεία με το κλασικό gothic fiction: η τρέλα, ο φόνος, η αποπλάνηση, η απαγωγή και η εξαπάτηση αποτελούν τη θεματολογία του. Τυπικοί συγγραφείς του είδους ήταν ο Γουίλκι Κόλλινς (“The Woman in White’) και έργα όπως το «Δρ Τζέκυλ και κύριος Χάιντ» του Ρ.Λ. Στήβενσον.
Ο 19ος αιώνας φτάνει στη δύση του με σκοτεινές, παράδοξες δημιουργίες, όπως το «Στρίψιμο της Βίδας» το οποίο δίνει μια προωθημένη εκδοχή της γοτθικής λογοτεχνίας, τη «Λίλιθ», όπου κατά κάποιον τρόπο, το μακάβριο, γοτθικό στοιχείο συναντά το fantasy, τα έργα του κινήματος του Decadence (“A rebours”, «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι») και έργα συγγραφέων όπως ο Άρθουρ Μάχεν, τα οποία αναδεικνύουν μια «σκοτεινή υπερβολή» και μια παρακμιακή ατμόσφαιρα, συχνά ανάλογη έργων του Πόε.

Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, το gothic fiction εξακολουθεί να εξελίσσεται, με εξαίρετους συγγραφείς τρόμου, όπως το Μόνταγκιου Ρ. Τζέιμς και με ατμοσφαιρικά, μυστηριώδη έργα, όπως τη «Ρεβέκκα» της Δαφνης Ντυ Μωριέ, όπου επανεμφανίζεται το στοιχείο του ρομάντσου των κλασικών γοτθικών έργων.
Παράλληλα, γοτθικά στοιχεία ανιχνεύονται σε έργα συγγραφέων όπως ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ και ο Χ.Φ.Λάβκραφτ, που αναδείχτηκαν μέσω άλλων λογοτεχνικών ειδών.
Την ίδια εποχή περίπου, άκμασαν διάφορα υποείδη της σύγχρονης γοτθικής λογοτεχνίας, όπως το αμερικάνικο southern gothic(με έντονο το στοιχείο του «γκροτέσκου»), με συγγραφείς όπως ο Γουίλλιαμ Φώκνερ και η Φλάννερυ Ο’ Κόννορ (εκπρόσωποι της τάσης αυτής υφίστανται και σήμερα), ενώ κάποια ιδιαίτερα έργα έλαβαν το χαρακτηρισμό του gothic fantasy (“Titus Groan”).

Από τη δεκαετία του ‘60, η γοτθική λογοτεχνία αναδύεται με ολοένα νεότερες μορφές: στο “The Haunting of Hill House” της Σίρλευ Τζάκσον, ένα κλασικό ghost story του 20ού αιώνα, η «επίδραση» του επιβλητικού αρχοντικού στον ψυχισμό των ηρώων, παίρνει πολύ προωθημένες διαστάσεις, εκμοντερνίζοντας εκ νέου τη λογοτεχνία τρόμου, ενώ τα έργα συγγραφέων όπως η Τζόυς Κάρολ Όουτς (που εν μέρει ανήκει στην τάση του “southern gothic”) και του Ρόμπερτ Μπλοχ («Ψυχώ»), συχνά απογυμνωμένα από τα κλασικά μοτίβα, δίνουν έμφαση στο «σκοτάδι» του ανθρώπινου ψυχισμού και χαρακτηρίζονται επάξια «νεογοτθικά» από πολλούς κριτικούς λογοτεχνίας. Οι ερεβώδεις πύργοι έχουν αντικατασταθεί από καταθλιπτικά σπίτια και πόλεις και οι παμπάλαιες οικογενειακές κατάρες από τον ασφυκτικό κλοιό της σύγχρονης οικογένειας και την αποξένωση του ατόμου. Το στοιχείο της τρέλας που φωλιάζει στην ψυχή του μοναχικού ατόμου παραμένει, συνοδευόμενο συχνά από αιμομιξία και σεξουαλική κακοποίηση - στοιχεία που έχουν τις ρίζες τους στις απαρχές του γοτθικού κινήματος.

Στις μέρες μας, η σύγχρονη γοτθική λογοτεχνία εκπροσωπείται από ιδιαίτερα αξιόλογους δημιουργούς, όπως οι Βρετανοί Πάτρικ Μακ Γκραθ (“Grotesque” ,1989) και Susan Hill (“The Woman in Black”, 1983) -με την τελευταία στην παράδοση του κλασικού ghost story- αλλά και από συγγραφείς όπως η Anne Rice και η Tanith Lee που ασχολήθηκαν με το πάλαι ποτέ γοτθικής προέλευσης θέμα του βαμπιρισμού. Παράλληλα, συγγραφείς όπως η Storm Constantine και η Christa Faust δίνουν το δικό τους νεογοτθικό στίγμα, προχωρώντας σε προσμείξεις στοιχείων και υβριδικά λογοτεχνικά είδη, προσφέροντας ακόμη πιο μοντέρνες εκδοχές. Σχεδόν στο σύνολό της, η σύγχρονη λογοτεχνία τρόμου αδιαμφισβήτητα οφείλει πολλά στη μακρά παράδοση του γοτθικού στοιχείου, το οποίο αποδεικνύεται διαχρονικό, αν και οι μορφές του εναλλάσσονται ανά τις περιόδους, διατηρώντας, ωστόσο, το αιώνιο στοιχείο του σκοταδιού. Το κλασικό μοτίβο του «επιβλητικού μεσαιωνικού κάστρου» παλιότερων εποχών, βέβαια, έχει σχεδόν εκλείψει, αλλά η μεταγενέστερη εκδοχή του, το «στοιχειωμένο σπίτι», υφίσταται ακόμη και μάλλον θα συνεχίσει. Και γενικά, το γοτθικό στοιχείο ανιχνεύεται λιγότερο ή περισσότερο σε πάμπολλους συγγραφείς, από τη γένεση του γοτθικού κινήματος μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Γεγονός, πάντως, είναι πως οι φανατικοί λάτρεις της γοτθικής λογοτεχνίας πάντα ανατρέχουν στα κλασικά έργα του παρελθόντος, όπου ανιχνεύονται οι πρώτες αξέχαστες τρομαχτικές ιστορίες…

Οι Απαρχές του Γοτθικού Μυθιστορήματος

Το «Κάστρο του Οτράντο» (1764) του Οράτιου Ουόλπολ θεωρείται το πρώτο γνωστό έργο από το οποίο ξεπήδησαν τα αρχετυπικά στοιχεία του γοτθικού μυθιστορήματος: τα μεσαιωνικά επιβλητικά ερείπια που πλάθουν μια ιδιαίτερα σκοτεινή ατμόσφαιρα και τα εξίσου «σκοτεινά θέματα» που διαπραγματεύεται. Βασικά χαρακτηριστικά που γεννιούνται είναι η υπερβολή των συναισθημάτων, ο τρόμος, το υπερφυσικό μυστήριο, η έντονη αίσθηση της απειλής (ο συγγραφέας είχε μια εμμονή με το Μεσαίωνα και μάλιστα είχε χτίσει το σπίτι του σαν κάστρο). Εντούτοις, το έργο του Οράτιου Ουόλπολ είναι πολύ πρωτόλειο και σίγουρα όχι τόσο επιδραστικό όσο μεταγενέστερα έργα, που έδωσαν στο κλασικό γοτθικό μυθιστόρημα τη μορφή με την οποία το γνωρίζουν οι σύγχρονοι αναγνώστες.
Οι τρομαχτικές ιστορίες της γερμανικής παράδοσης, επίσης, φαίνεται να έχουν επηρεάσει το γοτθικό κίνημα. Δέκτες αυτής της επίδρασης ήταν περισσότερο έργα όπως ο «Καλόγερος» που είναι πιο βίαια και περιγραφικά από τα περισσότερα αγγλικά γοτθικά μυθιστορήματα, δίνοντας έμφαση στο υπερφυσικό στοιχείο αλλά και στη σεξουαλικότητα που συνδέεται με την τρέλα και το θάνατο.
Αρκετές γυναίκες συγγραφείς έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του γοτθικού μυθιστορήματος, όπως η Κλάρα Ρηβ (“The Old English Baron” -1766) και η Σοφία Λη (“The Recess”-1783).
Αξιοσημείωτο είναι πως οι γυναίκες συγγραφείς του γοτθικού μυθιστορήματος ήταν πολλές (Charlote Dacre, Charlote Smith, Regina M. Roche, Elizabeth Bonhote, Mary Wolstencraft, Eleanor Sleath, Eliza Parsons) και συνέβαλλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη του female gothic. Εξάλλου, και το αναγνωστικό κοινό της Ανν Ράντκλιφ αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες.
Εκπρόσωποι της γοτθικής τάσης υπήρχαν βέβαια στη Γερμανία (Schauerroman) αλλά και στη Γαλλία (Roman Noir) και ο Γάλλος Baculard d’Arnaud θεωρείται μάλιστα πως επηρέασε την Ανν Ράντκλιφ στη σύνδεση του τρόμου με το ρομάντζο. Τα γερμανικά έργα είχαν πιο άγριες απεικονίσεις, άλλωστε και ο γερμανικός ρομαντισμός που ήταν τότε στην ακμή του, διακρινόταν από υπερβολή και σφοδρότητα.
Η Ανν Ράντκλιφ, ωστόσο, ήταν εκείνη που ουσιαστικά διαμόρφωσε το γοτθικό μυθιστόρημα όπως επικράτησε αργότερα και όπως το γνωρίζουν οι σύγχρονοι αναγνώστες, επηρεάζοντας αποφασιστικά τους ρομαντικούς αλλά και πολλούς μετέπειτα συγγραφείς του 19ου αιώνα. Η νεαρή Αγγλίδα εντελώς απροσδόκητα έγινε η πιο διάσημη Βρετανίδα συγγραφέας του τέλους του 18ου αιώνα, όχι μόνο στη χώρα της αλλά και σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη και τα έργα της γνώρισαν αναρίθμητες μεταφράσεις κι επανεκδόσεις μέχρι τις μέρες μας.